- αγέννεια
- ἀγέννεια και ἀγένεια και ἀγεννία, η (Α) [ἀγενής]εξαθλίωση, αθλιότητα, ταπεινότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγεννείᾳ — ἀγεννείᾱͅ , ἀγέννεια meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέννεια — meanness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεννείας — ἀγεννείᾱς , ἀγέννεια meanness fem acc pl ἀγεννείᾱς , ἀγέννεια meanness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέννειαν — ἀγέννεια meanness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεννής — ἀγενής, ές (Α) 1. ο ταπεινής καταγωγής 2. ευτελής, πρόστυχος, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέννα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγέννεια] … Dictionary of Greek
αγεννία — ἀγεννία, η (Α) βλ. αγέννεια … Dictionary of Greek